- νεπίδες
- (nepidae). Οικογένεια εντόμων της τάξης των ετεροπτέρων. Βλ. λ. νέπα.
* * *οι(εντομ.) οικογένεια ημίπτερων κρυπτοκέρατων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. nepidae < λατ. nepa (βλ. λ. νέπα) + κατάλ. -ίδες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερόπτερα — Τάξη ημιπτεροειδών εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, η οποία αριθμεί περίπου 25.000 χερσόβια και υδρόβια είδη. Τα έντομα αυτά έχουν μεταπλάσει τα εμπρόσθια πτερύγια σε ημιέλυτρα, τα οποία –όταν το ζώο μένει ακίνητο– τοποθετούνται οριζόντια πάνω στο… … Dictionary of Greek